Zusammenfassung der Ressource
COMPUESTOS DE:
griego ὁδός <
indoeuropeo
*hodos
- ἄνοδος ἔξοδος ἔφοδος κάθοδος
μέθοδος ὁδηγός περίοδος
περιοδικός πρόοδος φροῦδος
- EN CASTELLANO:
ánodo, cátodo, método,
éxodo, periodo,
- anódico, catódico, metodología, metódico,
metodismo, metodista, periódico, periodicidad,
- περίοδος < περί + ὁδός
- DERIVADOS EN OTRAS LENGUAS:
Latin: periodeuta, periodicus, Inglés
period, Español : periodo, periódico,
periodicidad, periódicamente, Francés :
période, périodique, Italiano : periodo,
periodico, periodicità, periodicamente
- > περιοδεία
περιοδεύω περιοδικό
περιοδικός
περιοδικότητα
περιοδολόγηση
- οδηγός < ὁδός + ἄγω
- > ὁδηγῶ,
ὁδήγησις,
ὁδηγητής,
ὁδηγητιός,
ὁδηγήτρια,
ὁδηγία,
ὁοδηγισμός
- μέθοδος < μεθ- (< μετά-) + ὁδός
- DERIVADOS EN OTRAS LENGUAS
Latin: methodus, Italiano: metodo,
Inglés: method, Francés: méthode,
Armenio: մեթոդ (metʿod), Esperanto:
metodo, Georgiano: მეთოდი (metodi),
Hebreo: מֶתוֹדָה (metóda),Ruso: ме́тод,
- > ἀμεθόδευτος ἀμέθοδος ἐμμέθοδος εὐμέθοδος,
μεθοδεία, μεθόδευμα μεθόδευσις μεθοδευτέον
μεθοδευτής μεθοδευτικός μεθοδευτικῶς
μεθοδεύω μεθοδηγέω μεθοδιακῶς μεθοδικός
μεθόδιον μεθοδίτης
- πρόοδος < αρχαία ελληνική πρό+οδος
- > προοδευτικός
προοδευτικότητα
προοδεύω