Created by Guillermo González del Campo
over 3 years ago
|
||
εἰλήφει
παρά + gen.
παρασκαταθηκή
μετά + gen.
χρήματα (n. pl.)
ἁλίσκω
κατέχω
ὁρμάω
ὀλιγωρέω (+ gen.)
ἐκρίπτω
κλύδων ὁ
σκηκή
αἰχμαλωτίς -ίδος ἡ
ἐκβάλλω
σκηνή -ῆς ἡ
ἐπέγνω
κοινόω
ὡς + ac.
μεταπέμπω (y med.)
κρύπτω
γεγονός
μηνύω
ὅρασις -έως ἡ
στερέω