< κάλλος + νίκη = αυτός που θριαμβεύει με δόξα, που θριαμβεύει κατά των εχθρών
καλλιστέφανος
Nota:
< κάλλος + στέφανος = ο καλά εστεμμένος
Καλλισθένης
καλλιπάρῃος
Nota:
< κάλλος + παρεία = αυτός που έχει ωραία μάγουλα
νέα ελληνικά
απλά
καλοσύνη
καλοσυνάτος
καλλυντικό
σύνθετα
καλοδέχομαι
καλοθρεμμένος
καλολογικός
Nota:
= αυτός που αναφέρεται στην καλολογία
καλολογία = η αισθητική του λόγου, η σπουδή του αισθητικά καλού στο γραπτό ή στον προφορικό λόγο
βλ. καλολογικά στοιχεία
καλομαθαίνω
καλοπιάνω
καλόπιστος
Nota:
= αυτός που έχει διάθεση να συνεννοηθεί με τους άλλους με ειλικρίνεια και εντιμότητα
καλοπροαίρετος
Nota:
= αυτός που αντιμετωπίζει τον άλλο με καλή διάθεση, χωρίς την πρόθεση να τον βλάψει, να του δημιουργήσει πρόβλημα
καλότυχος
καλοτάξιδος
καλορίζικος
Nota:
= καλότυχος, κυρίως ως ευχή με την ευκαιρία ενός ευχάριστου γεγονότος που θεωρείται η απαρχή μαις καινούργιας ζωής, μιας νέας περιόδου
καλοπέραση
καλλιμάρμαρος
Nota:
= χαρακτηρισμός οικοδομήματος που το έχουν χτίσει ή επενδύσει με εκλεκτά μάρμαρα