Created by Ιουλίτα Αγγελοπούλου
over 8 years ago
|
||
Question | Answer |
δίψηφο | αυτό που έχει δύο ψηφία |
δισύλλαβη | αυτή που έχει δύο συλλαβές |
δισεκατομμύριο | 1α. που δηλώνει ένα σύνολο από ένα δισεκατομμύριο (1.000.000.000) μονάδες: Δύο δισεκατομμύρια δραχμές. Δισεκατομμύρια μόρια. β. (συνήθ. πληθ.) για μεγάλο, άπειρο πλήθος, αριθμό: Δισεκατομμύρια άνθρωποι σ΄ όλο τον κόσμο. Σ΄ το έχω πει δισεκατομμύρια φορές, πάρα πολλές, αμέτρητες, άπειρες. || αντί του τακτικού δισεκατομμυριοστός. 2. (ως ουσ.) το δισεκατομμύριο, ο αριθμός και το σύμβολό του· το δις: Xίλια εκατομμύρια είναι ένα ~. |
δίτομο | αυτό που έχει δύο τόμους π.χ. δίτομο βιβλίο |
διφωνία | εκτέλεση τραγουδιού από δύο φωνές |
διφορούμενο | που σκόπιμα δεν είναι ξεκάθαρο το νόημά του, αλλά επιδέχεται δύο ή και περισσότερες ερμηνείες |
δίποδο | αυτός που έχει δύο πόδια ο άνθρωπος είναι ζώο δίποδο ‖ τα πτηνά είναι δίποδα |
δίποντο | καλάθι που σημειώνεται μέσα από τη γραμμή των έξι μέτρων και είκοσι πέντε εκατοστών |
δισέγγονο | το παιδί του εγγονού ή της εγγονής σε σχέση με τον παππού ή τη γιαγιά τους |
δίκυκλο | τροχοφόρο με δύο τροχούς |
δίφυλλο | 1.δίφυλλος (δίφυλλη πόρτα) Επίθ. :για κατασκευή που κλείνει με δύο φύλλα 2.δίφυλλος: Επίθ. που έχει δύο φύλλα (για φυτό) |
δισέλιδο | αυτό που αποτελείται από δύο σελίδες |
δίστιχο | 1. που αποτελείται από δύο στίχους 2. ενότητα από δύο ισοσύλλαβους ομοιοκατάληκτους, συνήθως δεκαπεντασύλλαβους στίχους |
δισάκι | διπλός σάκος ενωμένος με μια πλατιά λουρίδα |
δίστηλο | 1. που αποτελείται από δύο στήλες 2. κείμενο τυπωμένο σε δύο στήλες |
δίχρονο | 1.(δίχρονος κύκλος σπουδών):που διαρκεί δύο έτη 2.(δίχρονο αγόρι): που έχει ηλικία δύο ετών |
διστάζω | αδυνατώ να πάρω απόφαση ή να κάνω κάτι λόγω αμφιβολιών ή επειδή φοβάμαι την αποτυχία |
διγλωσσία | 1. συνύπαρξη δύο μορφών της ίδιας γλώσσας (λ.χ. στη Ν. Ελληνική, της δημοτικής και της καθαρεύουσας) 2. ανειλικρινής συμπεριφορά που τη χαρακτηρίζει η υποστήριξη δύο |
δίπορτο | που έχει δύο πόρτες: δίπορτο ψυγείο |
διχάζω | δημιουργώ αντιθέσεις σε ένα σύνολο ανθρώπων, οι οποίες οδηγούν σε διαταραχή των σχέσεων μεταξύ τους // η αλλοπρόσαλλη κυβερνητική πολιτική διχάζει την κοινή γνώμη |
δισδιάστατο | που έχει δύο διαστάσεις (μήκος, πλάτος) |
διώροφο | κατοικία με δύο ορόφους |
δίωρο | που διαρκεί δύο ώρες |
Want to create your own Flashcards for free with GoConqr? Learn more.