καλός -ή -όν

Descrição

λεξ πιν β
Chara Sotiropoulou
Mapa Mental por Chara Sotiropoulou, atualizado more than 1 year ago
Chara Sotiropoulou
Criado por Chara Sotiropoulou quase 8 anos atrás
14
0

Resumo de Recurso

καλός -ή -όν
  1. αρχαία ελληνικά
    1. σύνθετα
      1. καλλίκομος

        Anotações:

        • < κάλλος + κόμη = αυτή που έχει ωραία μαλλιά
        1. καλλίπαις

          Anotações:

          • < κάλλος + παῖς = αυτός που έχει καλά παιδιά
          1. καλλίνικος

            Anotações:

            • < κάλλος + νίκη = αυτός που θριαμβεύει με δόξα, που θριαμβεύει κατά των εχθρών
            1. καλλιστέφανος

              Anotações:

              • < κάλλος + στέφανος = ο καλά εστεμμένος
              1. Καλλισθένης
                1. καλλιπάρῃος

                  Anotações:

                  • < κάλλος + παρεία = αυτός που έχει ωραία μάγουλα
              2. νέα ελληνικά
                1. απλά
                  1. καλοσύνη
                    1. καλοσυνάτος
                      1. καλλυντικό
                      2. σύνθετα
                        1. καλοδέχομαι
                          1. καλοθρεμμένος
                            1. καλολογικός

                              Anotações:

                              • = αυτός που αναφέρεται στην καλολογία καλολογία = η αισθητική του λόγου, η σπουδή του αισθητικά καλού στο γραπτό ή στον προφορικό λόγο βλ. καλολογικά στοιχεία
                              1. καλομαθαίνω
                                1. καλοπιάνω
                                  1. καλόπιστος

                                    Anotações:

                                    • = αυτός που έχει διάθεση να συνεννοηθεί με τους άλλους με ειλικρίνεια και εντιμότητα
                                    1. καλοπροαίρετος

                                      Anotações:

                                      • = αυτός που αντιμετωπίζει τον άλλο με καλή διάθεση, χωρίς την πρόθεση να τον βλάψει, να του δημιουργήσει πρόβλημα
                                      1. καλότυχος
                                        1. καλοτάξιδος
                                          1. καλορίζικος

                                            Anotações:

                                            • = καλότυχος, κυρίως ως ευχή με την ευκαιρία ενός ευχάριστου γεγονότος που θεωρείται η απαρχή μαις καινούργιας ζωής, μιας νέας περιόδου
                                            1. καλοπέραση
                                              1. καλλιμάρμαρος

                                                Anotações:

                                                • = χαρακτηρισμός οικοδομήματος που το έχουν χτίσει ή επενδύσει με εκλεκτά μάρμαρα
                                            2. αρχαία & νέα ελληνικά
                                              1. απλά
                                                1. τό κάλλος

                                                  Anotações:

                                                  • = ομορφιά
                                                  1. ἡ καλλονή

                                                    Anotações:

                                                    • = ομορφιά
                                                    1. τό καλλιστεῖον

                                                      Anotações:

                                                      • = βραβείο ομορφιάς        ή    βραβείο γενναιότητας
                                                    2. σύνθετα
                                                      1. καλοήθης

                                                        Anotações:

                                                        • < καλός + ήθος
                                                        1. καλοκαγαθία

                                                          Anotações:

                                                          • < καλός + ἀγαθός
                                                          1. καλλιεπής

                                                            Anotações:

                                                            • < κάλλος + ἔπος = η ωραία γλώσσα
                                                            1. καλοκαιρία
                                                              1. καλλωπίζω

                                                                Anotações:

                                                                • = ομορφαίνω, κάνω κάτι όμορφο
                                                                1. καλλίφωνος
                                                                  1. καλλιφωνία
                                                                    1. καλλιγραφῶ
                                                                      1. Καλλιρρόη
                                                                        1. καλλιγραφία
                                                                          1. καλλιτεχνία
                                                                            1. καλλιεργῶ

                                                                          Semelhante

                                                                          Βιομηχανική επανάσταση
                                                                          Chara Sotiropoulou
                                                                          Biologia 10º ano
                                                                          indialovesea
                                                                          Simulado OAB
                                                                          Alessandra S.
                                                                          Direito Penal - Parte Geral
                                                                          Mafalda de Quino
                                                                          Inglês para Copa do Mundo
                                                                          Alessandra S.
                                                                          Phrasal Verbs II
                                                                          GoConqr suporte .
                                                                          Phrasal Verbs - Inglês #10
                                                                          Eduardo .
                                                                          Anatomia e Fisiologia do Sistema Reprodutor Feminino
                                                                          Ana Inês Kruecck Quintas
                                                                          LICITAÇÕES (visão geral)
                                                                          Priscila Franco Andrade
                                                                          Como criar um Mapa Mental
                                                                          Alex Farias
                                                                          Simulado ENEM - Ciências da Natureza
                                                                          Nathalia - GoConqr