πράττω

Beschreibung

οικογένεια λέξεων του πράττω
Chara Sotiropoulou
Mindmap von Chara Sotiropoulou, aktualisiert more than 1 year ago
Chara Sotiropoulou
Erstellt von Chara Sotiropoulou vor mehr als 8 Jahre
759
0

Zusammenfassung der Ressource

πράττω
  1. ρήμα
    1. προέλευση > αρχαία ελληνικά
    2. =κάνω κάτι
      1. π.χ. Ξέρω ότι έπραξα το σωστό.
      2. οικογένεια λέξεων
        1. παράγωγες
          1. πράξη

            Anmerkungen:

            • ουσιαστικό π.χ. Οι πράξεις τους δείχνουν πως βρίσκεται σε σύγχυση και δεν είναι σε θέση να πάρει αποφάσεις.
            1. πρακτικός

              Anmerkungen:

              • επίθετο π.χ. Αυτός ο τρόπος επίλυσης των προβλημάτων φαίνεται ιδιαίτερα πρακτικός.
              1. πράγμα

                Anmerkungen:

                • ουσιαστικό π.χ. Έχει ένα δωμάτιο γεμάτο πράγματα!
                1. πραγματώνω

                  Anmerkungen:

                  • ρήμα π.χ. Μόνο με επιμονή και προσήλωση μπορείς να πραγματώσεις τους στόχους σου.
                  1. πραματευτής

                    Anmerkungen:

                    • ουσιαστικό π.χ. Οι πραματευτές ήταν οι έμποροι της εποχής, πριν αναπτυχθούν τόσο οι κοινωνίες.
                  2. σύνθετες
                    1. πραγματοποιώ

                      Anmerkungen:

                      • ρήμα π.χ. Οι εργαζόμενοι πραγματοποιούν συγκέντρωση διαμαρτυρίας έξω από το Υπουργείο Εργασίας.
                      1. πολυπράγμων

                        Anmerkungen:

                        • επίθετο (προέρχεται από μετοχή της α.ε.) π.χ. Το χαρακτηριστικό του είναι πως είναι πολυπράγμων και δραστήριος.
                        1. άπρακτος

                          Anmerkungen:

                          • επίθετο π.χ. Καθόταν σε μια γωνία και παρέμενε άπρακτος, σαν να τα είχε χαμένα.
                          1. πραγματογνωμόνας

                            Anmerkungen:

                            • ουσιαστικό π.χ. Τον έλεγχο των τροχαίων ατυχημάτων αναλαμβάνουν οι πραγματογνώμονες, οι οποίοι ερευνούν το περιστατικό.
                            1. κοινοπραξία

                              Anmerkungen:

                              • ουσιαστικό π.χ. Αύριο θα ανακοινωθεί και επίσημα η κοινοπραξία των ατμοπλοϊκών εταιρειών.
                              1. διαπραγματεύομαι

                                Anmerkungen:

                                • ρήμα π.χ. Ο πρωθυπουργός την επόμενη εβδομάδα θα βρεθεί στις Βρυξέλλες με σκοπό να διαπραγματευτεί τους όρους του δανείου που πρόκειται να λάβει η χώρα.
                                1. εχθροπραξία

                                  Anmerkungen:

                                  • ουσιαστικό π.χ. Δυστυχώς, η ανακωχή δεν τηρήθηκε και πολύ γρήγορα ξεκίνησαν εκ νέου οι εχθροπραξίες.
                                  1. σύμπραξη

                                    Anmerkungen:

                                    • ουσιαστικό π.χ. Μόλις ανακοινώθηκε η σύμπραξη δύο μεγάλων κομμάτων ενόψει των εκλογών.
                                    1. εισπράττω

                                      Anmerkungen:

                                      • ρήμα π.χ. Κάθε μήνα έρχεται για να εισπράξει το ενοίκιο.
                                      1. διαπράττω

                                        Anmerkungen:

                                        • ρήμα π.χ. Κατηγορείται ότι διέπραξε φόνο εκ προμελέτης και δεν προβλέπεται να κατορθώσει να αναιρέσει τις κατηγορίες.
                                    Zusammenfassung anzeigen Zusammenfassung ausblenden

                                    ähnlicher Inhalt

                                    A Level: English language and literature techniques = Structure
                                    Jessica 'JessieB
                                    A Level: English language and literature technique = Dramatic terms
                                    Jessica 'JessieB
                                    English Literary Terminology
                                    Fionnghuala Malone
                                    English Grammatical Terminology
                                    Fionnghuala Malone
                                    A Level: English language and literature techniques = Form
                                    Jessica 'JessieB
                                    English Rhetorical Device Terminology
                                    Fionnghuala Malone
                                    A2 English Language and Literature: Unseen
                                    Jessica 'JessieB
                                    Linguistic Methods
                                    sarahsing
                                    Theories, Theorists and Tests
                                    sarahsing
                                    English Language Techniques
                                    lewis001
                                    English Speech Analysis Terminology
                                    Fionnghuala Malone