Zusammenfassung der Ressource
πράττω
- ρήμα
- προέλευση >
αρχαία ελληνικά
- =κάνω κάτι
- π.χ. Ξέρω ότι έπραξα
το σωστό.
- οικογένεια λέξεων
- παράγωγες
- πράξη
Anmerkungen:
- ουσιαστικό
π.χ. Οι πράξεις τους δείχνουν πως βρίσκεται σε σύγχυση και δεν είναι σε θέση να πάρει αποφάσεις.
- πρακτικός
Anmerkungen:
- επίθετο
π.χ. Αυτός ο τρόπος επίλυσης των προβλημάτων φαίνεται ιδιαίτερα πρακτικός.
- πράγμα
Anmerkungen:
- ουσιαστικό
π.χ. Έχει ένα δωμάτιο γεμάτο πράγματα!
- πραγματώνω
Anmerkungen:
- ρήμα
π.χ. Μόνο με επιμονή και προσήλωση μπορείς να πραγματώσεις τους στόχους σου.
- πραματευτής
Anmerkungen:
- ουσιαστικό
π.χ. Οι πραματευτές ήταν οι έμποροι της εποχής, πριν αναπτυχθούν τόσο οι κοινωνίες.
- σύνθετες
- πραγματοποιώ
Anmerkungen:
- ρήμα
π.χ. Οι εργαζόμενοι πραγματοποιούν συγκέντρωση διαμαρτυρίας έξω από το Υπουργείο Εργασίας.
- πολυπράγμων
Anmerkungen:
- επίθετο (προέρχεται από μετοχή της α.ε.)
π.χ. Το χαρακτηριστικό του είναι πως είναι πολυπράγμων και δραστήριος.
- άπρακτος
Anmerkungen:
- επίθετο
π.χ. Καθόταν σε μια γωνία και παρέμενε άπρακτος, σαν να τα είχε χαμένα.
- πραγματογνωμόνας
Anmerkungen:
- ουσιαστικό
π.χ. Τον έλεγχο των τροχαίων ατυχημάτων αναλαμβάνουν οι πραγματογνώμονες, οι οποίοι ερευνούν το περιστατικό.
- κοινοπραξία
Anmerkungen:
- ουσιαστικό
π.χ. Αύριο θα ανακοινωθεί και επίσημα η κοινοπραξία των ατμοπλοϊκών εταιρειών.
- διαπραγματεύομαι
Anmerkungen:
- ρήμα
π.χ. Ο πρωθυπουργός την επόμενη εβδομάδα θα βρεθεί στις Βρυξέλλες με σκοπό να διαπραγματευτεί τους όρους του δανείου που πρόκειται να λάβει η χώρα.
- εχθροπραξία
Anmerkungen:
- ουσιαστικό
π.χ. Δυστυχώς, η ανακωχή δεν τηρήθηκε και πολύ γρήγορα ξεκίνησαν εκ νέου οι εχθροπραξίες.
- σύμπραξη
Anmerkungen:
- ουσιαστικό
π.χ. Μόλις ανακοινώθηκε η σύμπραξη δύο μεγάλων κομμάτων ενόψει των εκλογών.
- εισπράττω
Anmerkungen:
- ρήμα
π.χ. Κάθε μήνα έρχεται για να εισπράξει το ενοίκιο.
- διαπράττω
Anmerkungen:
- ρήμα
π.χ. Κατηγορείται ότι διέπραξε φόνο εκ προμελέτης και δεν προβλέπεται να κατορθώσει να αναιρέσει τις κατηγορίες.